- ινοστέμμα
- το(εντομ.) γένος παρασιτικών υμενόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. inostemma < ino- < ίνα + -stemma < στέμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek